- λεπτόδερμος
- η , ο [ος , ον ] тонкокожий, имеющий тонкую кожу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτόδερμος — with thin masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόδερμος — η ο (Α λεπτόδερμος, ον) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, σε αντιδιαστολή με τον παχύδερμο («φύσει λεπτοδερμότατον τῶν ζῴων... ἄνθρωπός ἐστιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. παχύ δερμος) … Dictionary of Greek
λεπτοδερμότατον — λεπτόδερμος with thin masc acc superl sg λεπτόδερμος with thin neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτόδερμον — λεπτόδερμος with thin masc/fem acc sg λεπτόδερμος with thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοδερμοτάτοις — λεπτόδερμος with thin masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοδερμότατος — λεπτόδερμος with thin masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτοδέρμων — λεπτόδερμος with thin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτοδερμία — η (Α λεπτοδερμία) [λεπτόδερμος] η λεπτότητα τού δέρματος … Dictionary of Greek